γναφάλιο

γναφάλιο
(gnaphalium).Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Το γένος αυτό αριθμεί 120 είδη, που φύονται σε όλη σχεδόν την υδρόγειο. Είναι πόα με φύλλα χνουδωτά με γκριζοπράσινο χρώμα και άνθη που σχηματίζουν πυκνά κεφάλια. Τα σπουδαιότερα είδη γ. είναι τα γνωστά και στην Ευρώπη γ. το δασικό,που ευδοκιμεί και στην Ελλάδα, γ. το ελόβιο που οι κεφαλίδες του από κίτρινα άνθη εμφανίζονται ομαδικά στην άκρη κάθε βλαστού και το γ. το λεοντοπόδιο αλπικό,γνωστό κυρίως με την ονομασία εντελβάις, που φυτρώνει σε ψηλά βουνά κυρίως στις Άλπεις, πάνω σε βράχους. Το είδος αυτό έχει ύψος 3 έως 30 εκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιδόχορτο — και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών τής ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη τού γένους άρο, τού γένους αριστολόχια, τού γένους γναφάλιο, τού γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”